Σαρμάτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρμάται — Σαρμάτης masc nom/voc pl Σαρμάτᾱͅ , Σαρμάτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρματᾶν — Σαρμάτης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρματῶν — Σαρμάτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρμάταις — Σαρμάτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαρμάτας — Σαρμάτᾱς , Σαρμάτης masc acc pl Σαρμάτᾱς , Σαρμάτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμάτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. Σαρμάτης … Dictionary of Greek
Σαρματία — η, ΝΑ [Σαρμάτης] γεωγραφική περιοχή εκτεινόμενη από τον Εύξεινο Πόντο ώς τη Βαλτική Θάλασσα και από τα Ουράλια ώς τη βόρεια Βαλκανική Χερσόνησο και κατοικούμενη από τους Σαρμάτες … Dictionary of Greek
Σαυρομάτης — ου, ὁ, Α βλ. Σαρμάτης … Dictionary of Greek
σαρματικός — ή, ό / σαρματικός, ή, όν, ΝΑ και σαυροματικός Α [Σαρμάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαρμάτες ή στη Σαρματία … Dictionary of Greek