Σαρμάτης

Σαρμάτης
και ποιητ. τ. Σαμάτης και Σαυρομάτης, ο, ΝΑ
συν. στον πληθ. οι Σαρμάτες και οἱ Σαρμάται
οι κάτοικοι τής Σαρματίας, νομαδικός λαός ιρανικής καταγωγής, ο οποίος κατά τον 6ο ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στα Ουράλια και στη συνέχεια στο μεγαλύτερο τμήμα τής ευρωπαϊκής Ρωσίας και τής ανατολικής Βαλκανικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σαρμάτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρμάται — Σαρμάτης masc nom/voc pl Σαρμάτᾱͅ , Σαρμάτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρματᾶν — Σαρμάτης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρματῶν — Σαρμάτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρμάταις — Σαρμάτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαρμάτας — Σαρμάτᾱς , Σαρμάτης masc acc pl Σαρμάτᾱς , Σαρμάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαμάτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. Σαρμάτης …   Dictionary of Greek

  • Σαρματία — η, ΝΑ [Σαρμάτης] γεωγραφική περιοχή εκτεινόμενη από τον Εύξεινο Πόντο ώς τη Βαλτική Θάλασσα και από τα Ουράλια ώς τη βόρεια Βαλκανική Χερσόνησο και κατοικούμενη από τους Σαρμάτες …   Dictionary of Greek

  • Σαυρομάτης — ου, ὁ, Α βλ. Σαρμάτης …   Dictionary of Greek

  • σαρματικός — ή, ό / σαρματικός, ή, όν, ΝΑ και σαυροματικός Α [Σαρμάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαρμάτες ή στη Σαρματία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”